απροφάσιστος

απροφάσιστος
-η, -ο (AM ἀπροφάσιστος, -ον)
αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής
αρχ.
1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος
2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπροφάσιστος — offering no excuse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροφάσιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς προφάσεις, χωρίς δικαιολογίες, ειλικρινής, ίσιος: Τον συμπαθούσε ιδιαίτερα το θείο του αυτόν, γιατί ήταν ντόμπρος, απροφάσιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροφασίστως — ἀπροφάσιστος offering no excuse adverbial ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφάσιστον — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem acc sg ἀπροφάσιστος offering no excuse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφασίστου — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφασίστους — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφασίστων — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφασίστῳ — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφάσιστα — ἀπροφάσιστος offering no excuse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροφάσιστοι — ἀπροφάσιστος offering no excuse masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”